- φουρνιστός
- η , ό испечённый, печёный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουρνιστός — ή, ό, Ν [φουρνίζω] 1. ψημένος στον φούρνο 2. το θηλ. ως ουσ. η φουρνιστή ναυτ. το κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται για την στερέωση τού σκελετού τών πλοίων, η αστράβη … Dictionary of Greek
φουρνιστός — ή, ό 1. αυτός που ψήθηκε ή ετοιμάστηκε στο φούρνο: Σύκα φουρνιστά (αντίθ. λιαστά). 2. το θηλ. ως ουσ., φουρνιστή (βλ.λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρνάκιος — ία, ον, Α ψημένος στον φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + επίθημα άκιος (πρβλ. λατ. furnaceus)] … Dictionary of Greek
φουρνίτης — ὁ, Α ψημένος σε φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. καμιν ίτης)] … Dictionary of Greek
φουρνιστή — η, Ν ναυτ. βλ. φουρνιστός … Dictionary of Greek